-δικείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | -δικείο | τα | -δικεία |
γενική | του | -δικείου | των | -δικείων |
αιτιατική | το | -δικείο | τα | -δικεία |
κλητική | -δικείο | -δικεία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
-δικείο ουδέτερο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
-δικείο
|