Sozialismus

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική der Sozialismus die Sozialismen
γενική des Sozialismus der Sozialismen
δοτική dem Sozialismus den Sozialismen
αιτιατική den Sozialismus die Sozialismen

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Sozialismus (de) αρσενικό