accroche

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
accroche accroches

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

accroche (fr) θηλυκό

  1. μέρος μιας διαφήμισης που τραβάει την προσοχή (συνήθως, πρόκειται για τον τίτλο)
  2. διαφήμιση ενός προϊόντος που προσελκύει το κοινό (π.χ. σε ένα κατάστημα)
  3. το κράτημα ενός ελαστικού αυτοκινήτου πάνω στο οδόστρωμα