κράτημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κράτημα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κράτημα ουδέτερο
- το να κρατάει κάποιος κάτι
- (στον πληθυντικό) η ικανότητα να κρατιέται στη θέση του, να διατηρεί σταθερή την πορεία του ένα αυτοκίνητο ιδίως μέσα σε μια στροφή
- (για κόμμωση) η ιδιότητα του να κρατιέται σταθερό το σχήμα που δίνεται στα μαλλιά