codeshare
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
codeshare | codeshares |
codeshare (en)
- (αεροπορικός όρος) κοινή χρήση κωδικού. Συμφωνία με την οποία μια αεροπορική εταιρεία αγοράζει χώρο σε άλλη αεροπορική εταιρεία και τον διαθέτει ως δικό της. Χρησιμοποιείται κυρίως για την αύξηση του δικτύου δρομολογίων χωρίς να υπάρχει το κόστος λειτουργίας πλήρους υπηρεσίας.
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | codeshare |
γ΄ ενικό ενεστώτα | codeshares |
αόριστος | codeshared |
παθητική μετοχή | codeshared |
ενεργητική μετοχή | codesharing |
codeshare (en)