come after

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας come after
γ΄ ενικό ενεστώτα comes after
αόριστος came after
παθητική μετοχή come after
ενεργητική μετοχή coming after

Ετυμολογία [επεξεργασία]

come after < → δείτε τις λέξεις come και after

Ρήμα[επεξεργασία]

come after (en)

  1. καταδιώκω, κυνηγώ
     συνώνυμα: pursue
  2. έπομαι, ακολουθώ, διαδέχομαι
    Who came after her as Prime Minister?
    Ποιος την διαδέχτηκε στην πρωθυπουργία;
     συνώνυμα: succeed

Πηγές[επεξεργασία]