container

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kənˈteɪnɚ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

container (en)

  1. δοχείο· κουτί, μπουκάλι ή οτιδήποτε άλλο χρησιμεύει για την αποθήκευση ή μεταφορά αγαθών
  2. κοντέινερ, εμπορευματοκιβώτιο
  3. (προγραμματισμός, αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) αφηρημένος τύπος δεδομένων ή αφηρημένη κλάση από όπου μπορούν να δημιουργηθούν αντικείμενα που περιέχουν συλλογή άλλων αντικειμένων
    δείτε επίσης: Container (abstract data type) στην αγγλική Βικιπαίδεια

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • container στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

container < αγγλική

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
container containers

container (fr) αρσενικό

  1. δοχείο· κουτί, μπουκάλι ή οτιδήποτε άλλο χρησιμεύει για την αποθήκευση ή μεταφορά αγαθών
  2. το κοντέινερ, το εμπορευματοκιβώτιο