coup de foudre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ku də fudʁ/
Έκφραση[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
coup de foudre | coups de foudre |
coup de foudre (fr) αρσενικό