décrue
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- décrue: ουσιαστικοποιημένο θηλυκό της μετοχής décru αορίστου του décroître
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
décrue | décrues |
décrue (fr) θηλυκό
- η ελάττωση ή πτώση της στάθμης ενός ποταμού
- (μεταφορικά) η ύφεση, η αποανάπτυξη
- ≈ συνώνυμα: baisse, décroissance, décroissement και diminution
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
décrue (fr)
- ενικός αριθμός, θηλυκού γένους του décru
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
décrue (fr)