desert

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: désert

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈdɛzə(ɹ)t/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
desert deserts

desert (en)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • desert στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /dɪˈzɜ:(ɹ)t/
 

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας desert
γ΄ ενικό ενεστώτα deserts
αόριστος deserted
παθητική μετοχή deserted
ενεργητική μετοχή deserting

desert (en)

  1. εγκαταλείπω, παρατάω
    Their guide deserted them in the middle of the desert.
    Ο οδηγός τους, τους εγκατέλειψε μες στη μέση της ερήμου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη abandon
  2. λιποτακτώ

Πηγές[επεξεργασία]



Καταλανικά (ca)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

desert (ca)