drift

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
drift drifts

drift (en)

  • (μόνο ενικός) το γενικό νόημα αυτού που λέει ή γράφει κάποιος
    I caught the drift of his arguments/of what he said.
    Έπιασα το γενικό νόημα των επιχειρημάτων του/των όσων είπε.

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας drift
γ΄ ενικό ενεστώτα drifts
αόριστος drifted
παθητική μετοχή drifted
ενεργητική μετοχή drifting

drift (en)

  1. (αμετάβατο) παρασύρομαι, ταξιδεύω, προχωρώ ομαλά και αργά στο νερό ή στον αέρα
    The boat drifted out into the open sea.
    Η βάρκα παρασύρθηκε στ' ανοιχτά.
    clouds drifting across the sky - σύννεφα που ταξιδεύουν στον ουρανό
    sweet smells drifting across a room - μυρουδιές που έρχονται με τον αέρα μέσα σ' ένα δωμάτιο
     συνώνυμα:  waft
  2. (αμετάβατο) ολισθαίνω, πέφτω σιγά-σιγά, κινούμαι κάπου σιγά κυριολεκτικά ή μεταφορικά
    The country is drifting towards bankruptcy.
    Η χώρα ολισθαίνει (τραβάει) προς τη χρεωκοπία.
    He drifted into pessimism.
    Έπεσε σιγά-σιγά στην απαισιοδοξία.
    He drifted towards the exit.
    Κινήθηκε σιγά προς την έξοδο.
  3. (αμετάβατο) γυρίζω, κάνω κάτι, κάτι συμβαίνει ή αλλάζω χωρίς συγκεκριμένο σχέδιο ή σκοπό
    She drifts from job to job.
    Γυρίζει από δουλειά σε δουλειά.
  4. (αμετάβατο) γυρίζω, πηγαίνω από τη μια κατάσταση στην άλλη χωρίς να το καταλάβω
    Where is your mind drifting to?
    Πού γυρίζει ο νους σου;
  5. (αμετάβατο) παρασύρομαι, για χιόνι ή άμμο που φυσιέται σε μεγάλους σωρούς από τον άνεμο
    The snow, blown by the wind, drifted into tall banks.
    Ο αέρας παρέσυρε/φύσηξε το χιόνι κι έφτιαξε ψηλές στοίβες.

Πηγές[επεξεργασία]