Τορίνο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το Τορίνο
      γενική του Τορίνου
    αιτιατική το Τορίνο
     κλητική Τορίνο
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Τορίνο < ιταλική Torino < λατινική Augusta Iulia Taurinorum < Taurini < πρωτοκελτική *dubros (νερό) ή < πρωτοκελτική *tarwos (ταύρος)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Τορίνο ουδέτερο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]