άλκη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | άλκη | οι | άλκες |
γενική | της | άλκης | των | αλκών |
αιτιατική | την | άλκη | τις | άλκες |
κλητική | άλκη | άλκες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άλκη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἄλκη
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈal.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : άλ‐κη
- τονικό παρώνυμο: αλκή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
άλκη θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) θηλαστικό, μηρυκαστικό ζώο, το πιο μεγαλόσωμο της οικογένειας των ελαφιδών, που ζει στις βόρειες ευρωπαϊκές χώρες και στον Καναδά
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- άλκη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θηλαστικά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)