ξυλοδεσιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξυλοδεσιά | οι | ξυλοδεσιές |
γενική | της | ξυλοδεσιάς | των | ξυλοδεσιών |
αιτιατική | την | ξυλοδεσιά | τις | ξυλοδεσιές |
κλητική | ξυλοδεσιά | ξυλοδεσιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξυλοδεσιά θηλυκό
- (αρχιτεκτονική) αρχιτεκτονικό δομικό στοιχείο (σκελετός) από ξύλο, που μπαίνει ανάμεσα από λίθινες ή πλίνθινες κατασκευές και εξασφαλίζει τη συνοχή και την ανθεκτικότητα του οικοδομήματος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξυλοδεσιά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχιτεκτονική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)