πάγκρεας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πάγκρεας τα πάγκρεατα
      γενική του πάγκρεατος των παγκρεάτων
    αιτιατική το πάγκρεας τα πάγκρεατα
     κλητική πάγκρεας πάγκρεατα
Κατηγορία όπως «κρέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πάγκρεας < αρχαία ελληνική πάγκρεας

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpaŋ.ɡɾe.as/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πάγκρεας ουδέτερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]