fébrifuge
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
fébrifuge | fébrifuges |
fébrifuge (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
fébrifuge | fébrifuges |
fébrifuge (fr) αρσενικό
- αντιπυρετικό φάρμακο