fiera
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fiera | fieraj |
αιτιατική | fieran | fierajn |
fiera (eo)
Ισπανικά (es)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fiera (es) θηλυκό
- θηρίο, άγριο ζώο
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
fiera (it)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fiera (it)
- λαϊκή αγορά, συγκέντρωση πωλητών κι αγοραστών που γίνετε σε τακτά διαστήματα σε συγκεκριμένο μέρος.
- μέρος ενός κτηρίου όπου γίνονται εκθέσεις.