fight
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
fight | fights |
fight (en)
- η μάχη
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | fight |
γ΄ ενικό ενεστώτα | fights |
αόριστος | fought |
παθητική μετοχή | fought |
ενεργητική μετοχή | fighting |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
fight (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) μάχομαι, πολεμώ, παίρνω μέρος σε πόλεμο ή μάχη εναντίον εχθρού
- (μεταβατικό και αμετάβατο) καταπολεμώ, μάχομαι, προσπαθώ σκληρά να σταματήσω, να αντιμετωπίσω ή να είμαι αντίθετος σε κάτι κακό ή κάτι με το οποίο διαφωνώ
- ↪ The church fights atheism.
- Η εκκλησία μάχεται την αθεΐα.
- ↪ The church fights atheism.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) αγωνίζομαι, μάχομαι, προσπαθώ πολύ για να πάρω κάτι ή να πετύχω κάτι
- ↪ I am fighting to see.
- Αγωνίζομαι να δω.
- ↪ Conservatives fight for preservation of the status quo.
- Οι συντηρητικοί αγωνίζονται για τη διατήρηση της καθεστηκυίας τάξης.
- ↪ Medicine is fighting for the cure for cancer.
- Η ιατρική μάχεται για τη θεραπεία του καρκίνου.
- ↪ I am fighting for my freedom.
- Μάχομαι για την ελευθερία μου.
- ≈ συνώνυμα: strive, try hard
- ↪ I am fighting to see.