fortiche

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
fortiche fortiches

fortiche (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. επιτήδειος
     συνώνυμα: habile
  2. πονηρός
     συνώνυμα: astucieux, malin
  3. σοφός, που έχει μεγάλες γνώσεις πάνω σε ένα θέμα, ξεφτέρι, « σπεσιαλίστας »
     συνώνυμα: calé

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
fortiche fortiches

fortiche (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. επιτήδειος
  2. πονηρός
  3. σοφός, « σπεσιαλίστας », ξεφτέρι