fortune
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- fortune < παλαιά γαλλική fortune < λατινική fortuna
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fortune (en)
- η μοίρα, η τύχη του καθενός
- she will read your fortune - αυτή θα διαβάσει (θα σου πει) την τύχη/μοίρα σου
- η τύχη
- Fortune favors the brave. - η τύχη ευνοεί τους τολμηρούς
- η περιουσία
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- fortunate
- fortune hunter
- fortune-teller
- fortune cookie
- give hostage to fortune
- soldier of fortune
- unfortunate
- wheel of fortune
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
fortune | fortunes |
fortune (fr) θηλυκό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- de fortune: ανεπιτήδευτος, αυτοσχέδιος, πρόχειρος
- faire fortune: βγάζω λεφτά, πλουτίζω
- revers de fortune: αναποδιά, αντιξοότητα