havre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
havre | havres |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- havre < havene < μέση ολλανδική havene
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
havre (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο ή ιδιωματισμός) μικρό φυσικό ή τεχνητό λιμάνι, καλά προφυλαγμένο, συνήθως στην εκβολή ενός ποταμού
- (μεταφορικά, λόγιο) καταφύγιο, λιμάνι