innéité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- innéité < inné
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
innéité | innéités |
innéité (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
innéité | innéités |
innéité (fr) θηλυκό