meuble

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: meublé

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

meuble < mueble < δημώδης λατινική mobilis

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /mœbl/
 

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
meuble meubles

meuble (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
meuble meubles

meuble (fr) αρσενικό

  1. το έπιπλο
  2. (παρωχημένο) η επίπλωση
     συνώνυμα: ameublement
  3. (εραλδική) αντικείμενο που παριστάνεται σε ένα οικόσημο

Συγγενικά[επεξεργασία]