motociclist
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
motociclist (ro) αρσενικό
Κλίση[επεξεργασία]
κλίση του motociclist
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un motociclist | motociclistul | nişte motocicliști | motocicliștii |
γενική | a unui motociclist | motociclistului | a unor motocicliști | motocicliștilor |
δοτική | a unui motociclist | motociclistului | a unor motocicliști | motocicliștilor |
αιτιατική | un motociclist | motociclistul | nişte motocicliști | motocicliștii |
κλητική | — | - | — | - |