movement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
movement | movements |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
movement (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η κίνηση, η ενέργεια του να κινώ το σώμα ή μέρος του σώματος
- ↪ Frequent repetition of the same movements every day causes boredom in the automotive industry workers.
- Η συχνή επανάληψη των ίδιων κάθε μέρα κινήσεων προξενεί ανία στους εργαζομένους της βιομηχανίας αυτοκινήτων.
- ↪ Frequent repetition of the same movements every day causes boredom in the automotive industry workers.
- (μετρήσιμο, μουσική) το μέρος, οποιοδήποτε από τα κύρια μέρη στα οποία χωρίζεται ένα μεγάλο μουσικό έργο
- ↪ A symphony usually has four movements.
- Μια συμφωνία έχει συνήθως τέσσερα μέρη.
- ↪ A symphony usually has four movements.
Πηγές[επεξεργασία]
- movement - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 539. ISBN 9780194325684., λήμμα: μέρος