movement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
movement movements

Ετυμολογία [επεξεργασία]

movement < move + -ment

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

movement (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η κίνηση, η ενέργεια του να κινώ το σώμα ή μέρος του σώματος
    Frequent repetition of the same movements every day causes boredom in the automotive industry workers.
    Η συχνή επανάληψη των ίδιων κάθε μέρα κινήσεων προξενεί ανία στους εργαζομένους της βιομηχανίας αυτοκινήτων.
  2. (μετρήσιμο, μουσική) το μέρος, οποιοδήποτε από τα κύρια μέρη στα οποία χωρίζεται ένα μεγάλο μουσικό έργο
    A symphony usually has four movements.
    Μια συμφωνία έχει συνήθως τέσσερα μέρη.

Πηγές[επεξεργασία]