name
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
name | names |
name (en)
- όνομα
- επώνυμο
- (μεταφορικά) το όνομα, η καλή ή κακή φήμη
- (πληροφορική) αναγνωριστικό, το όνομα μεταβλητής, συνάρτησης, κλπ. (βλ. identifier)
- ※ A name is a label that is used to distinguish one thing from another. [1]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | name |
γ΄ ενικό ενεστώτα | names |
αόριστος | named |
παθητική μετοχή | named |
ενεργητική μετοχή | naming |
name (en)
- ονομάζω, βγάζω
- κατονομάζω, αναφέρω, λέω το όνομα κάποιου ή κάτι
- ορίζω, δηλώνω κάτι ακριβώς
- διορίζω, επιλέγω κάποιον για δουλειά ή κάποια ευθύνη
Συγγενικά[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ (αγγλικά) What is a Computer Hostname?, από whatismyipaddress.com. Αρχειοθέτηση 2020-07-21. Προσπέλαση 2020-07-30.
Πηγές[επεξεργασία]
- name (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- name (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 60, 161-162, 240, 632. ISBN 9780194325684., λήμμα: αναφέρω, βγάζω, διορίζω, ορίζω