ostel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Παλαιά γαλλικά (fro)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ostel < λατινική hospitale (cubiculum) (δωμάτιο για τους φιλοξενούμενους)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
cas sujet | osteus | ostel |
cas régime | ostel | osteus |
ostel αρσενικό