pace
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pace | paces |
pace (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | pace |
γ΄ ενικό ενεστώτα | paces |
αόριστος | paced |
παθητική μετοχή | paced |
ενεργητική μετοχή | pacing |
pace (en)
- βηματίζω πέρα δώθε
- καθορίζω την ταχύτητα σε ένα αγώνα δρόμου
- μετρώ περπατώντας μια απόσταση σε βήματα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Word Reference - pace [1]
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
pace (eo)
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pace (it) θηλυκό
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pace (ro) θηλυκό
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'love' (αγγλικά)
- Γλώσσα εσπεράντο
- Επιρρήματα (εσπεράντο)
- Αντίστροφο λεξικό (εσπεράντο)
- Ιταλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ιταλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ιταλικά)
- Ρουμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ρουμανικά)