pool
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pool | pools |
pool (en)
- (γεωγραφία) μικρή λίμνη, λιμνούλα
- η πισίνα
- (αθλητισμός) μπιλιάρδο (με στοίχημα)
- (πληροφορική) σύνολο ομοειδών πόρων που είναι έτοιμοι για χρήση σε ένα υπολογιστικό σύστημα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- (πληροφορική) pool στην αγγλική Βικιπαίδεια
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | pool |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pools |
αόριστος | pooled |
παθητική μετοχή | pooled |
ενεργητική μετοχή | pooling |
pool (en)
- βάζω μαζί, συγκεντρώνω χρήματα, πληροφορίες κτλ. από διαφορετικούς ανθρώπους για να μπορούν να χρησιμοποιηθούν από όλους
- ↪ We all pooled our savings together to buy a bike.
- Βάλαμε όλοι μαζί τις οικονομίες μας ν' αγοράσουμε ποδήλατο.
- ↪ We all pooled our savings together to buy a bike.
Πηγές[επεξεργασία]
- pool (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- pool (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 153. ISBN 9780194325684., λήμμα: βάζω
Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pool (nl)