proclivity

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
proclivity proclivities

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

proclivity (en)

  1. η τάση, η κλίση, η ροπή για κάτι
  2. η προδιάθεση

Συνώνυμα[επεξεργασία]