renter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
renter | renters |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
renter (en)
- ο νοικάρης, ο ενοικιαστής, ο μισθωτής
- (αμερικανική σημασία) ο νοικοκύρης, ο σπιτονοικοκύρης, o ιδιοκτήτης ενός ακινήτου που το ενοικιάζει σε άλλον
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- renter < rente
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
renter (fr)
- (παρωχημένο) προσφέρω μια ράντα σε κάποιον