ενοικιαστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ενοικιαστής οι ενοικιαστές
      γενική του ενοικιαστή των ενοικιαστών
    αιτιατική τον ενοικιαστή τους ενοικιαστές
     κλητική ενοικιαστή ενοικιαστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενοικιαστής < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐνοικιαστής < ἐνοικιάζω + -τής[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.ni.ci.aˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐νοι‐κι‐α‐στής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ενοικιαστής αρσενικό(θηλυκό ενοικιάστρια)

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη  ενοίκιο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]