retreat
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
retreat | retreats |
retreat (en)
- υποχώρηση
- στρατιωτικό σήμα για υποχώρηση
- τελετή για την έπαρση της σημαίας
- μεταβολή, στροφή επί τόπου
- τόπος αναψυχής με γαλήνιο, ήσυχο περιβάλλον
- περίοδος απόσυρσης και αυτοσυγκέντρωσης
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | retreat |
γ΄ ενικό ενεστώτα | retreats |
αόριστος | retreated |
παθητική μετοχή | retreated |
ενεργητική μετοχή | retreating |
retreat (en)
- (αμετάβατο) υποχωρώ, απομακρύνομαι από έναν τόπο ή από έναν εχθρό επειδή κινδυνεύω ή επειδή έχω νικηθεί
- ↪ The enemy was forced to retreat.
- Ο εχθρός αναγκάστηκε να υποχωρήσει.
- ↪ The enemy was forced to retreat.