μεταβολή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταβολή < αρχαία ελληνική μεταβολή
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /me.ta.voˈli/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεταβολή θηλυκό
- (για πρόσωπα) στροφή ή (επιτόπου) περιστροφή 180 μοιρών
- έκανε μεταβολή και βγήκε από την αίθουσα