senator
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
senator (en)
- o γερουσιαστής (το μέλος της Γερουσίας στις ΗΠΑ και τον Καναδά)
- ο συγκλητικός στην αρχαία Ρώμη
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
senator (ro) αρσενικό
Κλίση[επεξεργασία]
κλίση του senator
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un senator | senatorul | nişte senatori | senatorii |
γενική | a unui senator | senatorului | a unor senatori | senatorilor |
δοτική | unui senator | senatorului | unor senatori | senatorilor |
αιτιατική | un senator | senatorul | nişte senatori | senatorii |
κλητική | — | - | — | - |