soil
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
soil | soils |
soil (en)
- (κυριολεκτικά και μεταφορικά) το χώμα, το έδαφος
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | soil |
γ΄ ενικό ενεστώτα | soils |
αόριστος | soiled |
παθητική μετοχή | soiled |
ενεργητική μετοχή | soiling |
soil (en)