suffrage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
suffrage (en)
- (νομικός όρος) το δικαίωμα ψήφου, το δικαίωμα να συμμετέχεις στη λήψη μιας απόφασης
- η ψήφος για ένα συγκεκριμένο ζήτημα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
suffrage | suffrages |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
suffrage (fr) αρσενικό
- η πράξη με την οποία εκφράζουμε τη θέλησή μας ή τη γνώμη μας πάνω σε ένα θέμα
- (νομικός όρος) droit de suffrage - το δικαίωμα ψήφου, το δικαίωμα να συμμετέχεις στη λήψη μιας απόφασης
- (παρωχημένο ή λόγιο θετική γνώμη