sugarcoat
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈʃʊɡɚˌkoʊt/
Ρήμα[επεξεργασία]
sugarcoat (en)
- (κυριολεκτικά) ζαχαρώνω, καλύπτω με παχύ στρώμα ζάχαρης, με γλάσο
- (μεταφορικά) παρουσιάζω κάτι ελκυστικό, προσδίδω ψεύτικη ευχάριστη όψη ή εκδοχή αναφορικά με κάτι· εξωραΐζω, ωραιοποιώ