take up
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
take up | take ups |
- εξάρτημα της ραπτομηχανής που μαζεύει τη χαλαρή κλωστή καθώς η βελόνα σηκώνεται μετά το τέλος μιας ραφής
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | take up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | takes up |
αόριστος | took up |
παθητική μετοχή | taken up |
ενεργητική μετοχή | taking up |
take up (en)
- (μεταβατικό) σηκώνω κάτι και το παίρνω μαζί μου
- (μεταβατικό) αρχίζω μια δραστηριότητα, ξεκινώ να κάνω κάτι τακτικά
- ↪ I've taken up knitting.
- Άρχισα πλέξιμο (να πλέκω)
- ↪ I’d like to take up mathematics.
- Θά’θελα να ασχοληθώ με μαθηματικά
- ↪ I've taken up knitting.
- αναλαμβάνω δράση, συνεχίζω έργο άλλου (που έφυγε, εκδιώχθηκε, απολύθηκε κτλ)
- (μεταβατικό) αντιμετωπίζω ένα θέμα
- ↪ Let's take this up with the manager.
- Ας μεταφέρουμε το όλο θέμα στον διευθυντή
- ↪ Let's take this up with the manager.
- (μεταβατικό) καταλαμβάνω, πιάνω χώρο ή χρονικό διάστημα.
- ↪ The books on finance take up three shelves.
- Τα βιβλία οικονομικών πιάνουν τρία ράφια
- ↪ All my time is taken up with looking after the kids.
- Όλος μου ο ελεύθερος χρόνος είναι πιασμένος με τη φροντίδα των παιδιών
- ↪ The books on finance take up three shelves.
- (μεταβατικό, για ρούχα) κονταίνω, μαζεύω
- ↪ to take up the sleeves
- Κονταίνω τα μανίκια
- ↪ to take up the sleeves
- (μεταβατικό) take someone up on something: αποδέχομαι μια προσφορά που μου έγινε από κάποιον
- ↪ Shall we take them up on their offer?
- Να αποδεχθούμε την προσφορά τους;
- ↪ Shall we take them up on their offer?
- (αμετάβατο) συνεχίζω κάτι που είχε διακοπεί