trépied

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
trépied trépieds

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

trépied (fr) αρσενικό

  1. ο τρίποδας
  2. έπιπλο με τρία πόδια
  3. (ειδικότερα) κάθισμα με τρία πόδια όπου η Πυθία έδινε τους χρησμούς του Απόλλωνα