travesti
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- travesti < travestir
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
travesti (fr)
- κάποιος που ντύνεται με ρούχα του άλλου φύλου
- (παρωχημένο) μεταμφίεση
- ομοφυλόφιλος οποιουδήποτε φύλου
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | travesti | travestis |
θηλυκό | travestie | travesties |
travesti (fr)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη travestir