vivdaŭro
(Ανακατεύθυνση από vivdauro)
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vivdaŭro | vivdaŭroj |
αιτιατική | vivdaŭron | vivdaŭrojn |
vivdaŭro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vivdaŭro | vivdaŭroj |
αιτιατική | vivdaŭron | vivdaŭrojn |
vivdaŭro (eo)