éloquence
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- éloquence < λατινική eloquentia
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
éloquence | éloquences |
éloquence (fr) θηλυκό
- η ευφράδεια, η ευγλωττία
- (μεταφορικά) η εκφραστικότητα