éloquence

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
éloquence < λατινική eloquentia

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.lɔ.kɑ̃s/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
éloquence éloquences

éloquence (fr) θηλυκό

  1. η ευφράδεια, η ευγλωττία
  2. (μεταφορικά) η εκφραστικότητα

Συγγενικά

[επεξεργασία]