épouvantable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
épouvantable | épouvantables |
épouvantable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
épouvantable | épouvantables |
épouvantable (fr) αρσενικό ή θηλυκό