Μετάβαση στο περιεχόμενο

épouvantable

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
épouvantable épouvantables

épouvantable (fr) αρσενικό ή θηλυκό