étrave
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- étrave < αρχαία σκανδιναβική stafn
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
étrave | étraves |
étrave (fr) θηλυκό
- (ναυτικός όρος) προεξέχον στέλεχος της πλώρης ενός πλοίου