ĉia
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉia | ĉiaj |
αιτιατική | ĉian | ĉiajn |
ĉia (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉia | ĉiaj |
αιτιατική | ĉian | ĉiajn |
ĉia (eo)