ĝenro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĝenro | ĝenroj |
αιτιατική | ĝenron | ĝenrojn |
ĝenro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĝenro | ĝenroj |
αιτιατική | ĝenron | ĝenrojn |
ĝenro (eo)