ĥameleono
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ĥameleono < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĥameleono | ĥameleonoj |
αιτιατική | ĥameleonon | ĥameleonojn |
ĥameleono (eo)
- (ζωολογία) ο χαμαιλέοντας