Βίκινγκ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Βίκινγκ < αγγλική Viking < παλαιά νορβηγική víkingr
Προφορά[επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Βίκινγκ αρσενικό άκλιτο (σπάνια πληθυντικός: Βίκινγκς)
- (εθνικά ονόματα, εθνωνύμια, ιστορία) σκανδιναβοί θαλασσοπόροι, οι οποίοι, κατά τον μεσαίωνα, λεηλάτησαν και κάνανε εμπόριο με λαούς από όλη την Ευρώπη
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
Βίκινγκ στη Βικιπαίδεια