Βλαντιμίροφ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Βλαντιμίροφ < μεταγραφή για τη βουλγαρική Владимиров (Vladimírov), πατρωνυμικό. Μορφολογικά αναλύεται σε Βλαντιμίρ + -οφ.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /vla.diˈmi.ɾof/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βλα‐ντι‐μί‐ροφ
Μεταγραφή
[επεξεργασία]Βλαντιμίροφ αρσενικό, άκλιτο (θηλυκό Владимирова)
- ανδρικό επώνυμο, αντίστοιχο του ελληνικού Βλαδιμηρίδης